καθηγητής

καθηγητής
ο, θηλ. καθηγήτρια (AM καθηγητής) [καθηγοῡμαι]
1. αυτός που διδάσκει κάτι με γνώση και κύρος, διδάσκαλος (α. «καθηγητής χορού» β. «μηδὲ κληθῆτε καθηγηταί, εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν καθηγητής, ὁ Χριστός», ΚΔ)
2. αυτός που έχει επάγγελμα να διδάσκει τα γράμματα («ὁ δ' ἡμέτερος καθηγητής Ἀμμώνιος», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. αυτός που διδάσκει σε πανεπιστήμιο, σε ανώτερο ίδρυμα ή σε σχολείο μέσης εκπαιδεύσεως («καθηγητής τής φιλοσοφικής σχολής»)
2. (συν. ειρων.) ικανός, επιδέξιος, ειδήμων, γνώστης ενός πράγματος («καθηγητής στο πόκερ»)
αρχ.
οδηγός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καθηγητής — guide masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθηγητής — ο θηλ. καθηγήτρια αυτός που διδάσκει στις ανώτατες ή ανώτερες σχολές ή στα σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης: Σε κάθε γυμνάσιο οι περισσότεροι καθηγητές είναι οι φιλόλογοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σταματάκος, Ιωάννης — Καθηγητής στο πανεπιστήμιο, μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (1898 1968). Καταγόταν από τη Λακωνία και σπούδασε φιλολογία στα πανεπιστήμια της Αθήνας, του Βερολίνου και της Οξφόρδης. Στο διάστημα 1917 1940 διατέλεσε καθηγητής στη μέση εκπαίδευση και,… …   Dictionary of Greek

  • Σπυριδάκης, Γεώργιος — Καθηγητής στο πανεπιστήμιο, λαογράφος (1906 1975). Καταγόταν από την Κρήτη, σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του πανεπιστήμιου της Αθήνας και έπειτα ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Βιέννης. Διατέλεσε καθηγητής μέσης εκπαίδευσης,… …   Dictionary of Greek

  • Σαρεγιάννης, Ιωάννης — Καθηγητής της φυτοπαθολογίας στην Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή της Αθήνας και συγγραφέας (Αλεξάνδρεια Αιγύπτου 1898 Αθήνα 1962). Διατέλεσε διευθυντής του τμήματος φυτοπαθολογίας του υπουργείου Γεωργίας (1930 1956), γενικός διευθυντής του… …   Dictionary of Greek

  • καθηγηταῖς — καθηγητής guide masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθηγηταί — καθηγητής guide masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθηγητοῦ — καθηγητής guide masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθηγητᾶ — καθηγητής guide masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθηγητῇ — καθηγητής guide masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”